- αἰτητικός
- αἰτητικός, der gern bittet
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αἰτητικός — fond of asking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτητικός — ή, ό (Α αἰτητικός, ή, όν) απαιτητικός, επίμονος αρχ. φρ. «αἰτητικῶς ἔχω πρός τινα», τού ζητώ επίμονα κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μπορεί να παράγεται από το αἰτητής* (< αἰτῶ) ή λόγω τής σημασίας του απευθείας από το ρ. αἰτῶ ή και το αἴτησις, πράγμα που … Dictionary of Greek
αἰτητικόν — αἰτητικός fond of asking masc acc sg αἰτητικός fond of asking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτητικῶς — αἰτητικός fond of asking adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτώ — ( έω) (Α αἰτῶ) 1. ζητώ να πάρω κάτι, γυρεύω, παρακαλώ 2. (παθ. για πράγματα) ζητούμαι* νεοελλ. διατυπώνω, υποβάλω αίτηση γραπτή ή προφορική αρχ. Ι. ενεργ. 1. προβάλλω την αξίωση, απαιτώ κάτι 2. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι 3. επιθυμώ, ποθώ 4.… … Dictionary of Greek